κεχρί

κεχρί
Κοινή ονομασία φυτών του γένους πανικό (Panicum), της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Στην Πελοπόννησο ονομάζεται βουρί και στη Μακεδονία μπερνίτσα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως το πανικό το μιλιόμορφο (Panicum miliaceum). Η καλλιέργεια του κ. είναι αρχαιότατη στις θερμές περιοχές της Ασίας, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης και της Αφρικής· στην τελευταία, μέχρι την εισαγωγή του αραβόσιτου και του ρυζιού, είχε μεγάλη σημασία για τη διατροφή του πληθυσμού. Στις ημέρες μας καλλιεργείται κυρίως για τον καρπό του και, κατά δεύτερο λόγο, για την παραγωγή χορτονομής, με θέρισμα των φυτών σε χλωρή κατάσταση. Στις καλλιέργειες για την παραγωγή καρπού η συγκομιδή γίνεται όταν το πάνω μισό της ταξιανθίας ωριμάσει, παρότι το φυτό είναι ακόμα πράσινο. Αν η συγκομιδή αργήσει, μέρος του σπόρου, που ωριμάζει σταδιακά, αποπίπτει και χάνεται. Ο σπόρος χρησιμοποιείται κυρίως για τη διατροφή των διακοσμητικών πτηνών, αυτούσιος ή ως άλευρο (χυλός). Το κ. είναι ετήσιο φυτό, με στελέχη που υπερβαίνουν σε ύψος το 1 μ., λογχοειδή φύλλα με τραχιά χείλη και χαλαρή ταξιανθία φόβη. Η ταξιανθία αποτελείται από πολυάριθμα σταχύδια με δύο άνθη, από τα οποία το ανώτερο είναι ερμαφρόδιτο και γόνιμο και το κατώτερο άρρεν. Τα γόνιμα άνθη, μετά την επικονίασή τους, δίνουν καρπούς καρυόψεις, υποσφαιρικές και γυαλιστερές, λόγω των περιβλημάτων που φέρουν. Στο εμπόριο, οι ποικιλίες διακρίνονται ανάλογα με το χρώμα των περιβλημάτων: λευκό, κίτρινο, μαύρο ή δίχρωμο κ. Το πανικό το ιταλικό και τo πανικό το γερμανικό έχουν δευτερεύουσα σημασία και χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά για τη διατροφή ωδικών πτηνών και, κατά περίσταση, ως χλωρή νομή. Κατάγονται από την Ιαπωνία, την Κίνα και την ανατολική Ινδία, όπου η καλλιέργειά τους είναι πολύ διαδεδομένη. Είναι ετήσια φυτά, με πιο κοντά και πιο στενά φύλλα από τα φύλλα του πανικού του μιλιόμορφου και με κυλινδρική ταξιανθία, συνήθως συμπαγή και όχι χαλαρή, όπως του πανικού του μιλιόμορφου. Οι καρυόψεις είναι πεπιεσμένες, πολύ μικρές και ωοειδείς. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει το άγριο είδος πανικόεχινοχλόη η αλεκτορόπους, γνωστό ως μουχρίτσα, που φυτρώνει στις όχθες ρυακιών, σε υγρούς τόπους, ενώ είναι ενοχλητικό ζιζάνιο για τους ορυζώνες. Αν κοπεί τρυφερό, μπορεί να δοθεί ως χορτονομή στα ζώα. Ώριμοι καρποί κεχριού σε μεγέθυνση. Καρποί του πανικού του ιταλικού σε μεγέθυνση, οι οποίοι χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά ως τροφή των διακοσμητικών πτηνών. Φυτά κεχριού (πανικό το μιλιόμορφο).
* * *
το (Μ κεχρί[ν] και κενχρίον) γενική ονομασία διαφόρων ειδών ποωδών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια τών αγρωστωδών και τα οποία παράγουν μικρά εδώδιμα σπέρματα και χρησιμοποιούνται ως τροφή τού ανθρώπου ή ως ζωοτροφή
νεοελλ.
φρ. «ο νους του στο κεχρί» — για όσους σκέπτονται διαρκώς ό,τι τούς ευχαριστεί και που κατά κανόνα είναι κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος (με απλοποίηση τού συμπλέγματος -γχ-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεχρί — το το φυτό κέχρος και ο καρπός του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέχρισθε — κέχρῑσθε , χρίω touch the surface of a body slightly perf imperat mp 2nd pl κέχρῑσθε , χρίω touch the surface of a body slightly perf ind mp 2nd pl κέχρῑσθε , χρίω touch the surface of a body slightly perf imperat mp 2nd pl κέχρῑσθε , χρίω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχριμένα — κεχρῑμένα , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχρῑμένᾱ , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχρῑμένᾱ , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχρισμένα — κεχρῑσμένα , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχρῑσμένᾱ , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχρῑσμένᾱ , χρίω touch the surface of a body slightly perf part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχριμέναι — κεχρῑμέναι , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp fem nom/voc pl κεχρῑμένᾱͅ , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχριμένας — κεχρῑμένᾱς , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp fem acc pl κεχρῑμένᾱς , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχριμένον — κεχρῑμένον , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp masc acc sg κεχρῑμένον , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχρισμέναι — κεχρῑσμέναι , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp fem nom/voc pl κεχρῑσμένᾱͅ , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχρισμένας — κεχρῑσμένᾱς , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp fem acc pl κεχρῑσμένᾱς , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχρισμένον — κεχρῑσμένον , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp masc acc sg κεχρῑσμένον , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”